- εξοβελισμός
- οαπόρριψη, παραμερισμός, ιδίως σε κείμενο επισήμανση με οβελό νόθων χωρίων ή στίχων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξοβελισμός — ο [εξοβελίζω] η αποβολή χωρίου από ένα κείμενο επειδή χαρακτηρίζεται νόθο … Dictionary of Greek
αποσκοράκιση — η κ. σκορακισμός, ο (Α ἀποσκορακισμός) νεοελλ. (για αρχαία κείμενα) η αποβολή, η απόρριψη των χωρίων που δεν θεωρούνται γνήσια, ο εξοβελισμός αρχ. πλήρης αφαίρεση, αποβολή, απόρριψη … Dictionary of Greek
εξοβέλιση — η [εξοβελίζω] εξοβελισμός … Dictionary of Greek
εξοβέλιση — η ο εξοβελισμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξοστρακισμός — ο 1. η εξορία με οστρακισμό (βλ. λ.). 2. μτφ., απόρριψη, απομάκρυνση, εξοβελισμός, ξεκούμπισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)